Ὁμιλία κατὰ τὴν Ἱερὰν Ἀκολουθίαντῆς Β΄ Στάσεως τῶν Χαιρετισμῶν, Ἱ. Ναὸς Παναγίτσας Π. Φαλήρου, 10 Μαρτίου 2017.
Πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφαὶ ἐν Χριστῷ,
Ἐρχόμενος ἀπὸ τῆς πόλεως τοῦ Κωνσταντίνου, ἀπὸ τὴν πόλιν τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ τοῦ Γένους μας καὶ τοῦ καθενός μας, καὶ ἀπὸ τῆς πόλεως τῆς μεγάλης τῆς Ἰωνίας, ἀπὸ τῆς Σμύρνης, εἰς τὴν Νέαν Σμύρνην καὶ ἐδῶ εἰς τὸ Παλαιὸν Φάληρον, σᾶς μεταφέρω τὴν χάριν καὶ τὴν εὐλογίαν τῶν ἱερῶν τόπων ἐκείνων, ὅπου ἡ Ὀρθόδοξος ψυχὴ τῶν πατέρων καὶ μητέρων μας, ἐν καιρῷ θλίψεων καὶ ἀναγκῶν καὶ περιστάσεων καὶ περισπασμῶν τοῦ βίου, καταφύγιον μόνον εὕρισκεν εἰς τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὡς ἀνωτέρα πάντων τῶν ποιημάτων τοῦ Θεοῦ, «πανταχοῦ καὶ πάντοτε προφθαίνει», προστατεύει, ἀναψυχεῖ, σκέπει, σώζει.
Ἀπὸ τὰ ἱερά, λοιπόν, ἐκεῖνα χώματα, ὅπου συνεχίζεται ἡ ἀένναος προσευχὴ πρὸς τὴν Παναγίαν τῶν ὀλίγων ζώντων καὶ τῶν ἐν οὐρανοῖς μεταστάντων καὶ συνεχιζόντων τὴν ἀδιάλειπτον προσευχητικὴν δοξολογίαν πρὸς τὸν Θρόνον τοῦ Κυρίου, εὑρίσκομαι σήμερον εἰς τὰ ἰδικά σας χώματα, ἀδελφοί, εἰς τὰς καρδίας σας, αἱ ὁποῖαι πάλλουν ἀπόψε ἀπὸ τὴν γλυκεῖαν μορφὴν τῆς Παναγίας μας καὶ ἀναπολοῦν τοὺς ἀλησμονήτους χώρους τῆς καταγωγῆς πολλῶν ἀπὸ ἐσᾶς, ποὺ εἶναι ἡ Πόλις τῶν πόλεων, ἡ Κωνσταντινούπολις, ποὺ εἶναι ἡ νύμφη τῆς Ἰωνίας, ἡ Σμύρνη, ποὺ εἶναι νοερῶς ἡ ἀπέραντος καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολή, ἡ ὁποία διὰ τῶν θεοφόρων Ἁγίων, τῶν Μαρτύρων, τῶν ἀσκητῶν καὶ τῶν προγόνων μας συνεχίζει ἀκαπαύστως τὴν δέησιν πρὸς τὴν Μητέρα τοῦ Φωτὸς δι᾿ ὅλους ἡμᾶς.
Μαζὶ μὲ τὸν ἀποπνέοντα τὸ ἄρωμα αὐτὸ τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς νοσταλγίας χαιρετισμόν μου πρὸς ὅλους ἐσᾶς, ἀδελφοὶ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες Χριστιανοί, ἰδιαιτέραν εὐχαριστίαν ἀπευθύνω πρὸς τὸν Σεβασμιώτατον καὶ τετιμημένον Ποιμενάρχην τῆς Θεοσώστου ταύτης Ἐπαρχίας Μητροπολίτην Νέας Σμύρνης κύριον Συμεών, καὶ πρὸς ὅλους σας διὰ τὴν χαρὰν αὐτὴν τῆς συμπροσευχῆς μας πρὸς τὴν Παναγίαν μας, ἡ ὁποία εἶναι τὸ στερρὸν ἔρεισμα τῆς πίστεως καὶ τὸ λαμπρὸν γνώρισμα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί, ψελλίζομεν ἀπόψε, καὶ πάντοτε, μὲ τὰ χείλη μας πρὸς αὐτὴν ἕνα καρδιακὸν δοξολογικὸν χαιρετισμόν, ἀναμέλποντες τὸν ὕμνον «χαρᾶς αἰτία χαρίτωσον, ἡμῶν τὸν λογισμὸν τοῦ κραυγάζειν σοι … ἡ τοὺς πιστοὺς ἀπαύστως ἐπισκιάζουσα».
Ἀδελφοί μου,
Ἀναζητοῦμεν, ἀναμφιβόλως, τὴν χαράν, «πότε δῶ καὶ ποτ᾿ ἐκεῖ», εἰς τὰς βιοτικὰς ἀπολαύσεις. Δὲν τὴν εὑρίσκομεν, ὅμως, καὶ δι᾿ αὐτὸ δὲν μένομεν ἱκανοποιημένοι. Καὶ ἐὰν τὴν εὕρωμεν πρὸς στιγμήν, ἄμεσως ἀναζητοῦμεν περισσοτέραν. Ἔρχονται, ὅμως, ἀπροσδόκητοι πειρασμοὶ καὶ περιστάσεις τῆς ζωῆς καὶ προβλήματα καὶ μειώνουν τὴν χαράν μας ἢ καὶ τὴν ἐξαφανίζουν. Ἐν ἀπορίᾳ δὲ ἐνώπιον αὐτῆς τῆς ἐρμαφροδίτου καταστάσεως τῆς πορείας τῆς ζωῆς, διερωτώμεθα μαζὶ μὲ τὸν ποιητήν: «Πέστε μας ποῦ κατοικεῖ» αὐτὴ ἡ χαρά, τὴν ὁποίαν νοσταλγοῦμεν καὶ τελικῶς δὲν εὑρίσκομεν.
Τὴν ἀπάντησιν δίδουν οἱ πατέρες καὶ αἱ μητέρες ἡμῶν. Ὡπλισμένοι μόνον μὲ τὴν πίστιν, οἱ ἀείμνηστοι Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τῆς Ἐπαρχίας μου, τῆς Ἁγιοτόκου Σμύρνης, ἀλλὰ καὶ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὡς καὶ ὅλων τῶν περιοχῶν τῆς ἡγιασμένης μικρασιατικῆς γῆς, ἐπῆραν κάποτε ἀπροσδοκήτως καὶ ἀθελήτως, ἐν «μιᾷ στιγμῇ», τὸν πικρὸν δρόμον τῆς προσφυγιᾶς καὶ ἀφῆκαν τὴν πατρῴαν γῆν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχον σπείρει τὸν ἱδρῶτα, τὸν κόπον καὶ τὸν μόχθον των, τὰ δάκρυά των. Καὶ ἦλθον ἐδῶ, εἰς τόπον ξένον καὶ ἄνυδρον τότε δι᾿ αὐτούς. Μὲ τὴν πίστιν καὶ μὲ τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ «ἐποιήσαντο ἀρχήν», κατὰ τὸν μακαριστὸν Σμυρνιὸν Χρῆστον Σολομωνίδην, καὶ σχεδὸν ἐκ τοῦ μηδενός, ἑδραιωμένοι ἀκλινῶς ἐπὶ τὴν πέτραν τῆς Πίστεως, τὸν Χριστόν, ἐπέτυχον νὰ καταστήσουν τὸν τόπον τοῦτον καὶ ἑαυτούς των «λαμπρὸν τῆς Χάριτος γνώρισμα», καὶ νὰ ὀρθοδοποδήσουν, νὰ προοδεύσουν, νὰ μεγαλουργήσουν πάντοτε ἐν πίστει καὶ διὰ τῆς πίστεως. Νὰ κατορθώσουν τὸ «εὖ ζῆν» καὶ τὸ «Χάριτι ζῆν», παρὰ τὰς δοκιμασίας καὶ τὴν «ἀθλιότητα» τῶν καιρῶν καὶ τῶν μεταλλαγῶν τῆς ἱστορίας. Νὰ μᾶς παραδώσουν Ναοὺς μεγαλοπρεπεῖς, ὡς αὐτὸς ποὺ προσευχόμεθα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, τῆς Παναγίτσας μας.
Τὸ παράδειγμα τῶν ἐνταῦθα προσφυγόντων προγόνων μας, μᾶς δίδει τὸ ἑξῆς σαφὲς μήνυμα, ἀδελφοί μου: Ἡ πίστις καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη εἰς τὸν Θεὸν δὲν ἔδωκε καὶ δὲν δίδει καὶ σήμερον περιθώρια λιποψυχίας, ἀκόμη καὶ ὅταν ὅλα τὰ ὑλικὰ χάνωνται καὶ πίπτῃ ὁ ἄνθρωπος ἀθελήτως εἰς τὴν καταστροφικὴν ἀπόγνωσιν καὶ ἀπελπισίαν. Ἡ πίστις εἰς τὸν Θεὸν ἀνάπτει φῶς καὶ φωτίζει τὰ σκότη, ὑπερνικᾷ τὰ ἐμπόδια, ἀνοίγει αἰφνιδίως διεξόδους εἰς τὰ ἀδιέξοδα, λύει πειρασμοὺς καὶ δοκιμασίας, στερεώνει καὶ καταξιώνει ἀποφάσεις, εἶναι αὐτὴν ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν ὄντως χαράν, εἶναι αὐτὴ ποὺ παρέχει τὴν χαράν. Εἶναι, τέλος, ἡ πίστις εἰς τὸν Θεὸν ἐκείνη ἡ ὁποία γεννᾷ τὴν γλυκεῖαν πεποίθησιν τοῦ «εἰ ὁ Θεὸς μεθ᾿ ἡμῶν, οὐδεὶς καθ᾿ ἡμῶν», ποὺ παρέχει εἰς τὴν ψυχὴν τὴν Χάριν, τὴν αἴσθησιν τῆς ἀσφαλείας πλησίον καὶ ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ Θεοῦ καὶ προκαλεῖ βεβαίαν καὶ παραμόνιμον χαράν. Πόσον, ἆραγε, λείπει ἀπὸ τὸν σύγχρονον κόσμον ἡ αἴσθησις αὕτη; Ἀπὸ τὸν κόσμον μας ὁ ὁποῖος ὑποφέρει ἀπὸ διαφόρους ἀγωνίας καὶ ἀνασφαλείας αἱ ὁποῖαι ὁδηγοῦν εἰς τὴν ἀδιέξοδον θλῖψιν, τὴν ἀτέρμονα ἀγωνίαν καὶ τὸν ἀκαταμάχητον φόβον καὶ τρόμον;
Δι᾿ αὐτό, πρέπει, ἀδελφοί μου, μὲ αὐτὴν τὴν πίστιν καὶ τὴν Χάριν καὶ σήμερον νὰ πορευώμεθα, εἰς καιροὺς οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζουν πολλὰ ἀδιέξοδα καὶ πολλὰ προβλήματα, νέφη καὶ σκιάς, ἀδυναμίας παντοίας, ἀπειλούσας μὲ καταστροφὴν τὸν τόπον, τὸ ἦθος καὶ τὰς ἀξίας τῆς φυλῆς μας, τὰς ὁποίας ἐκόμισαν καὶ μᾶς μετέδωσαν οἱ προπάτορές μας ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν.
Τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν ἀποκαλύπτουν μίαν ἀνασφάλειαν καὶ εἰς τὸν εὐλογημένον αὐτὸν τόπον. Ἡ ἔλλειψις χρειωδῶν καὶ ἀπαραιτήτων ὑλικῶν ἀγαθῶν μαστίζει πολλούς. Ἡ ἀγωνία διὰ τὴν ἐξασφάλισιν τῶν ἀναγκαίων πρὸς ἐπιβίωσιν, διὰ τὴν εὕρεσιν μονίμου ἀξιοπρεποῦς ἐργασίας, ἀπασχολεῖ ὁλονὲν καὶ περισσοτέρους ἀδελφούς μας. Συσσωρεύονται συνεχῶς νέφη εἰς τὸν ὁρίζοντα, μαυρίζουν τὸν οὐρανὸν τῆς ψυχῆς μας. Πολλοὶ ἀναγκάζονται νὰ ἐκπατρισθοῦν, προσωπικῶς ἢ καὶ οἰκογενειακῶς, ἀκολουθοῦντες, ὄχι βιαίως ὅπως οἱ πρόγονοί μας πρὸ αἰῶνος, ἀλλὰ ἀναγκαστικῶς, μίαν ἰδιότυπον καὶ διάφορον προσφυγιάν, τὴν μετανάστευσιν, ἀναζητοῦντες καλλίτερον αὔριον.
Ἐνώπιον τῆς ἀγωνίας καὶ τῆς ἀνασφαλείας ταύτης, ἔρχεται ἡ Κυρία Θεοτόκος νὰ μᾶς ὑποδείξῃ, μὲ τὸ ἰδικόν της παράδειγμα, τὴν ὁδόν, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν πίστιν μας πρὸς τὸν Θεόν, ὡς ἔπραξε καὶ ἡ ἰδία, δεχομένη ἐν ὑπακοῇ τὸν ἀρχαγγελικὸν χαιρετισμόν. Μόνον ἐφ᾿ ὅσον βιώσωμεν αὐτὴν τὴν πίστιν πραγματικῶς θὰ ἀπολαύσωμεν τὴν ζωὴν ὡς γνώρισμα Χάριτος.
Ἡ Παναγία μας, κατὰ τὴν σωτήριον ὥραν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὑπὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ὅτι θὰ φέρῃ εἰς τὸν κόσμον τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἐταράχθη ἀνθρωπίνως, ἀπήντησεν ὅμως εἰς τὸ ἀρχαγγελικὸν μήνυμα μὲ τὴν ἐγκατάλειψιν καὶ παράδοσιν ἑαυτῆς εἰς τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου» (Λουκ. α΄, 38). Ἡ ἐμπιστοσύνη τῆς Παναγίας εἰς τὸν Θεὸν ἔφερεν ὡς ἀποτέλεσμα τὴν Χάριν τῆς Θεοτοκίας. Καὶ χάρις εἰς αὐτὴν ἐτελέσθη καὶ τελεῖται τὸ ὅλον μυστήριον τῆς Θείας Οἰκονομίας, τὸ ὁποῖον προητοίμασεν ὁ Θεὸς Πατὴρ ἀπὸ καταβολῆς κόσμου διὰ νὰ σώσῃ τὸν ἄνθρωπον.
Οἱ ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου, ἀναζητοῦμεν ἀνάπαυσιν τῆς ψυχῆς μας, ἀνάπαυσιν τῆς καρδίας μας, ἀνάπαυσιν εἰς τὴν ζωήν μας. Ἀναζητοῦμεν ἀνάπαυσιν χαρᾶς. Συνεχῶς ὁδοιποροῦμεν, πολλάκις χωρὶς πυξίδα, βλέποντες μόνον τὸ σήμερον καὶ ὄχι καὶ τὴν αὔριον. Ζητοῦμεν νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν καταξίωσιν, πολλάκις μόνον μὲ ἀνθρώπινα μέσα καὶ κριτήρια. Τὴν οὐσίαν τῆς πορείας μας ὅμως ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ μᾶς παρέχουν τὰ δύο βιώματα, τὰ ὁποῖα καὶ ἀπόψε ὁμολογοῦμεν ὡς ἰδιώματα καὶ ὡς χαρίσματα πρὸς ἡμᾶς τῆς τιμωμένης Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ τοῦ Γένους: τὴν πίστιν, καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς πίστεώς μας αὐτῆς, τὴν Χάριν.
Τὴν πίστιν αὐτὴν κρατοῦντες ὡς λύχνον οἱ κάποτε μάγοι τῆς Ἀνατολῆς ἔφθασαν τὸν Ἄφθαστον καὶ ἔζησαν τὴν Χάριν. Τὴν ἰδίαν αὐτὴν πίστιν, τὴν Ὀρθόδοξον, κρατοῦντες ὡς ἄλλον λύχνον οἱ ἀπελπισμένοι πρόγονοί μας ἔφθασαν εἰς τὸν ἄγνωστον τότε τόπον τοῦτον καὶ ἐβίωσαν κατ᾿ ἀρχὰς τὸν πόνον, διὰ νὰ δοκιμάσουν ἐν τέλει τὸ ἀποτέλεσμα τῆς πίστεώς των τὴν χαρὰν τῆς Χάριτος.
Τὸ τίμημα ὑπῆρξε βεβαίως βαρύ. Ὅπως βαρὺς ἦταν καὶ ὁ πόνος τῆς Παναγίας καθ᾿ ὅλην τὴν ἱερουργίαν τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, καθ᾿ ὅλην τὴν διάρκειαν τοῦ Θείου Πάθους. Τὰ εὐαγγέλια τὸ μαρτυροῦν. Ἡ ἰδική μας ἱστορία, ἡ ἱστορία τοῦ Γένους μας, ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ ἐν τῇ οἰκουμένῃ, τὸ ἀποκαλύπτει. Ἀρκεῖ νὰ γνωρίζωμεν τὴν ἱστορίαν μας καὶ τὴν πορείαν μας καὶ νὰ τὴν μελετῶμεν, ὡς ἀρχὴν καὶ ὡς ἀποτέλεσμα. Νὰ ἐνισχυώμεθα ἐξ αὐτῆς. Νὰ παραδειγματιζώμεθα. Καὶ τότε διαπιστώνομεν ὅτι ἡ στερεὰ πίστις μας ὁδηγεῖ εἰς τὴν Χάριν καὶ τὴν ἐξ αὐτῆς χαράν. Τὴν χαρὰν τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν Μυροφόρων Γυναικῶν τὴν πρωΐαν ἐκείνην τῆς Μιᾶς τῶν Σαββάτων, τὴν ἀκολουθήσασαν τὴν ὀδύνην τοῦ Θείου Πάθους∙ τὴν χαρὰν τῆς Ἁγίας Ἑλένης ὅτε εὗρε τὸν Τίμιον Σταυρόν, ὡς καταξίωσιν τῆς ἀγωνίας καὶ τῆς προσευχῆς της διὰ νὰ εὕρῃ καὶ νὰ ἀνασύρῃ τὸ Σύμβολον τοῦτο τοῦ Πάθους ἀλλὰ καὶ τῆς Ἀναστάσεως, τῆς χαρᾶς.
Μὲ αὐτὴν τὴν πίστιν καὶ μὲ τὴν ἀποκαλύπτομένην καθ᾿ ἡμέραν πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως Χάριν, καλούμεθα νὰ ἀντιμετωπίζωμεν τὰ ἀδιέξοδα τῆς ζωῆς. Αὐτὴ ἡ πίστις μας ἀνάπτει ἐσβεσμένας λυχνίας λαῶν, ἐθνῶν, Ἐκκλησιῶν, ἀτόμων. Μὲ αὐτὴν τὴν πίστιν διακονοῦμεν, σεῖς ἐδῶ καὶ ἡμεῖς ὅπου ἐτάχθημεν, τὸ μυστήριον τῆς ζωῆς, κηρύττοντες εἰρήνην καὶ τὰ ἀγαθὰ τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὴν τὴν πίστιν κρατοῦμεν ἄσβεστον τὴν φλόγα τῆς κανδήλας, ἡ ὁποία ἐνίοτε τρεμοσβύνει. Πάντοτε ὅμως φωτίζει μὲ τὸ ἀμυδρὸν ἀλλὰ ἱλαρόν της φῶς καὶ διαλύει τὰ ποικίλα ἐρέβη. Μὲ αὐτὴν τὴν πίστιν φερόμεθα κάποτε ὡς ἀποθνήσκοντες, ἀποδεικνυόμεθα ὅμως ὅτι «ἰδοὺ ζῶμεν», παρ᾿ ὅλας τὰς τραγικὰς στιγμὰς καὶ καταστροφὰς τὰς ὁποίας διήλθομεν καὶ διερχόμεθα ἴσως ὡς Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ ὡς εὐλογημένον Γένος τῶν Ὀρθοδόξων Ρωμαίων, τῶν Ἑλλήνων, βλέποντες, ὅμως, καθ᾿ ἡμέραν Φῶς ὑπερκόσμιον νὰ ἀχνοφέγγῃ εἰς τὸν ὁρίζοντα. Βλέπομεν νὰ φέγγῃ πᾶσι τοῖς ἐν τῇ Ἑλλάδι τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖον εἶναι πίστις καὶ Χάρις.
Ἡ Παναγία μᾶς κηρύττει ἀπόψε ὅτι αὐτὴ ἔζησε τὴν πίστιν σταθερά, ἀπόλυτα, καρδιακά. Διὰ τοῦτο καὶ τῆς ἀπεκαλύφθη ὡς γνώρισμα Χάριτος. Αὐτὴν τὴν πορείαν μᾶς ὑποδεικνύει, ἡ ταπεινὴ Κόρη τῆς Ναζαρέτ, ἡ ὁποία μὲ τὴ γέννησίν της ἔφερε τὴν χαρὰν εἰς ὅλην τὴν οἰκουμένην, δεχθεῖσα ἐν πίστει τὸν εὐαγγελισμόν.
Ὁ εὐαγγελισμὸς τῆς Παναγίας ὑπῆρξε χάρισμα. Χάρισμα πίστεως. Τὰ θεῖα χαρίσματα ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα τὰ ἀπλησίαστα καὶ εἰς αὐτὴν μόνον τὴν σκέψιν νὰ γίνωνται πραγματικότης καὶ τὰ ἀδύνατα παρ᾿ ἀνθρώποις νὰ φανερώνονται ὡς δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ.
Ἀδελφοί μου,
Ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν θὰ ἑορτάσωμεν τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Παναγίας μας. Ὁ εὐαγγελισμός, ὁ κάθε εὐαγγελισμός, εἶναι ἀποτέλεσμα προσευχῆς. Ἀποτέλεσμα πίστεως ἀκλονήτου. Εἶναι μία Χάρις. Διὰ τῆς προσευχῆς, ἔρχονται ὅλα τὰ δωρήματα καὶ ἱκανοποιοῦνται ὅλα τὰ αἰτήματά μας. Οὐδεὶς ἀγὼν κερδίζεται χωρὶς πίστιν καὶ χωρὶς προσευχήν. Οὐδεμία πνευματικὴ καρποφορία εἶναι δυνατὴ ἄνευ προσευχῆς. Οὐδεμία ἀρετὴ ἐπιτυγχάνεται. Ἡ ἀκλόνητος πίστις τῆς Παναγίας τὴν κατέστησε Κεχαριτωμένην καὶ δοχεῖον καὶ πηγὴν χαρᾶς. Ἡ ἀνθρωπίνη πίστις, ἡ ἰδική μας Ὀρθόδοξος Πίστις, ὁδηγεῖ εἰς τὸ θαῦμα καὶ ἐνεργεῖ ὡς θαῦμα. Δι᾿ αὐτὴν τὴν Χάριν, δι᾿ αὐτὸ τὸ θαῦμα, προσευχόμεθα καὶ ἀπόψε, οἱ μαστιζόμενοι ὑπὸ θλίψεων ποικίλων σύγχρονοι ἄνθρωποι. Προσευχόμεθα μὲ ἀταλάντευτον πίστιν καὶ ζητοῦμεν τὴν προστασίαν τῆς Παναγίας. Παρακαλοῦμεν δι᾿ ἕνα εὐαγγελισμὸν ἢ διὰ πολλοὺς εὐαγγελισμοὺς εἰς τὴν ζωήν μας. Ὁ προσδοκώμενος εὐαγγελισμὸς εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἐγκολπωθοῦμεν αὐτὴν τὴν δωρεὰν μὲ πίστιν καὶ μὲ χαράν. Ἡ Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, ἡ Παναγία μας, γνωρίζει νὰ διαλύῃ τὰ νέφη καὶ νὰ ἀποδεικνύῃ τοὺς ἀνθρωπίνους λογισμοὺς ληρώδεις καὶ οὐδὲν ἐνώπιον τῆς Δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐνεργουμένης διὰ τῆς μεσιτείας καὶ τῆς παρρησίας τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ τοῦ Γένους μας ὡς ἕνα διαρκὲς θαῦμα Πίστεως. Ἀμήν.
